Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ия η παλαιογραφία

См. также в других словарях:

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — η κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με την ανάγνωση παλιών χειρογράφων και τον καθορισμό της χρονολογίας σύνταξής τους. Ο επιστήμονας, παλαιογράφος, ο επίθ. παλαιογραφικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιογραφία ή στον παλαιογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Κ. Σακελλαρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Βέης, Νίκος — (Τρίπολη 1883 – Αθήνα 1958). Βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1911 εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, στο Μόναχο αρχικά και μετά στο Βερολίνο, όπου δίδαξε παλαιογραφία, επιγραφική και ιστορία της ελληνικής …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α …   Dictionary of Greek

  • ορδοβίσιος — α, ο φρ. «ορδοβίσια περίοδος» ή, απλώς, «το ορδοβίσιο» διάστημα τού γεωλογικού χρόνου, η δεύτερη από τις ένδεκα περιόδους τής γεωλογικής ιστορίας τού πλανήτη μας, που αποτελεί τμήμα τού παλαιοζωικού αιώνα, μετά το κάμβριο και πριν από το σιλούριο …   Dictionary of Greek

  • παλαιογράφος — ο, η επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο μελέτης του την παλαιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paleographer (< παλαιο * + γράφος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων / πόλεως] …   Dictionary of Greek

  • στιχοτομία — η, Ν (στην παλαιογραφία) ο χωρισμός σε συντακτικές περιόδους ή κώλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + τομία (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο τομία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»